Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Γι' αυτό σε κοροϊδεύω

                Μού προκαλεί εντύπωση το πόσο πολύς κόσμος (δεν εξαιρώ τον εαυτό μου απαραίτητα), προσπαθεί να αργοσύρει το σώμα του μέσα σε ένα κάδρο, αγνοώντας ακόμη και τα πιο βασικά πράγματα, που τάχα τον καθορίζουν.
                Ψάχνει να βρει ποιος είναι εκείνος που κλότσησε το υποστύλωμα του «σχετίζεσθαί» του με τους άλλους. Σχεδόν αγνοεί ότι αυτό ακριβώς το "σχετίζεσθαι", αφορά σε μία δύναμη, στον ένα πόλο του διανύσματος της οποίας, βρίσκεται, αυτό, το άγνωστο δικό του «είναι». Θα τολμήσω να μιλήσω για «εγώ» στη θέση του «είναι». Μέχρι και γι’ αυτό δεν έχει επιχειρήσει να διαμορφώσει πρόχειρη αποτύπωσή του στο νου του. Ποιος θα τον δικαιολογήσει, όμως, γι’ αυτήν την άγνοιά του; Ποιος θα ανακαλύψει την ύπουλη, κατά τα φαινόμενα μη υπαρκτή, ενοχλητική φαγούρα του, μήπως και τα νύχια του προλάβουν να την φτάσουν, όταν τα μάτια του διπλανού του κάθονται γυάλινα στολίδια ατενίζοντας τις μύτες των παπουτσιών του; Ποιος θα τολμήσει να τον κατηγορήσει, όταν δεν γνωρίζει καν το τι μπορεί να σημαίνει μονάδα μέτρησης, ή δεν έχει προλάβει να κάνει την σύναψη ότι υπάρχει τουλάχιστον η σχετικότητα;
Κάποιος θα είναι, λοιπόν, που θα αναρωτιέται για την αιτία της προαναφερθείσας κλοτσιάς. Κάποιος άλλος θα σβήνει τσιγάρα στην σάρκα του, αμέσως μόλις πεισθεί ότι αυτός είναι ο ένοχος της διάλυσης. Κάποιος θα ντρέπεται, γιατί από την μία κάλτσα του ξεμύτισε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του, κι ευτυχώς που δεν φαίνεται. Άλλος θα κάνει τα γυάλινα μάτια τού δίπλα του κόσμημα στο λαιμό του. Άλλος θα περπατά αδιάλειπτα, λιώνοντας τα δικά του παπούτσια στο ίδιο ακριβώς μέρος που χώρεσαν ίσα ίσα τα πέλματά του. Μπορεί και για πάντα μένοντας πάντα στο ίδιο σημείο. Άλλος θα ψάχνει πόλο πάνω στον πόλο του, και άμα συνειδητοποιήσει το μάταιο αυτού, τότε αντί να δει απέναντι, μπορεί να σκάψει αυλάκι στο έδαφος, βάζοντας το κάθε ένα από τα μισά του, δεξιά και αριστερά της βαθιάς γραμμής που διχοτομεί το «είναι» του. Κάποιος θα κλαίει τόσο γοερά, ώστε θα τρίξει η γέφυρα, και από τα δάκρυά του θα φτιάξει ένα ρυάκι, που θα το τρέμει σα να είναι ο πιο ορμητικός χείμαρρος.
                Και λέω τώρα, γιατί να κάθεται ο άλλος να ψάχνει «δαίμονες» που γκρέμισαν τις γέφυρες, όταν οι δύο όχθες, δεν έχουν ποτάμι ανάμεσά τους; Ή από την άλλη, αν το ποτάμι όντως φούσκωσε και εγκόλπωσε την γέφυρα, πώς είναι σίγουρος ότι δεν πνίγηκε ακόμη; Ή έστω, ότι δεν βαδίζει, παρά κολυμπά; Μήπως η σχέση μεταξύ των ανθρώπων, δεν είναι τίποτα άλλο, πέρα από από ένα κύμα της θυμωμένης φαντασίας μου; Μήπως εγώ να είμαι που ψάχνω αυτόν που κλότσησε το στήριγμα του "σχετίζεσθαι" και δεν κάνω τον κόπο, τόσο όσο μπορώ, ώστε να καθορίσω περίγραμμα, πάνω στο οποίο, τουλάχιστον θα μπορώ να μπήξω τα νύχια μου να ματώσω την φαγούρα μου; Μήπως εγώ είμαι λάθος; Μήπως εγώ κλότσησα; Μήπως εγώ μπήκα κάτω από την πέτρινη γέφυρα του ξεραμένου τελικά ποταμιού, με την δική μου θέληση, αναμένοντας το φανταστικό πόδι που θα οδηγήσει, για ένα καπρίτσιο ή έστω από κακή ανατροφή, την πολτοποίησή μου από τα ογκώδη λίθινα τμήματά της; Μήπως ο δίπλα είμαι εγώ, μήπως εγώ είμαι οι άλλοι, μήπως οι άλλοι μού μοιάζουν, μήπως μιλάω από τον κάδο που μ’ έριξαν σαν γλιστερό σκουλήκι, κάμποσο νωρίτερα της γέννησής μου;

                Κατηγορώ, λοιπόν, εσένα που δεν κοιτάς τα χάλια σου, και μιζεριάζεις στην κατάντια
σου, μήπως και φτιάξω άλλοθι, να υποθέσω πως υπάρχω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου