Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Συμπονώντας τον μη υπαρκτό κατά τον παρόντα χρόνο

Κοινό χαρακτηριστικό σχεδόν κάθε είδους ψυχοθεραπείας αποτελεί η ενσυναίσθηση. Η προσπάθεια να εκτιμήσεις γνωστικά και συναισθηματικά το βίωμα του απέναντί σου, βλέποντας τον κόσμο από τα μάτια του, ουσιαστικά, αλλά διατηρώντας ανέπαφη την δυνατότητά σου – προκειμένου να παραμείνεις ψυχοθεραπευτής, αλλιώς κάνεις ό,τι θέλεις -  να επιστρέψεις στην προσωπική σου σκοπιά βίωσης του κόσμου που σε περιβάλλει.
                Αυτή την στιγμή καθόλου δεν ενδιαφέρομαι για το κομμάτι της ψυχικής υγείας, της ψυχοθεραπείας ή ο,τιδήποτε σχετικό. Στο νου μου έχω, ως κίνητρο για να γράψω, την απορία μου σχετικά με ύπαρξη δυνατότητας να δείξει κάποιος ενσυναίσθηση σε άτομο που στην πραγματικότητα – όπως τελοσπάντων ορίζεται για τις ανάγκες επικοινωνίας η πραγματικότητα – δεν βρίσκεται απέναντί του. Βασικά, δεν υπάρχει. Ωστόσο, κάποτε υπήρξε. Αν δεν υφίστατο αυτό που περιγράφει ο χρόνος, το ενδιαφέρον αυτό άτομο, θα βρισκόταν εκεί, απέναντί του, απέναντί σου. Ο χρόνος, όμως, εντάχθηκε στις συνθήκες προσέγγισης αυτού του ατόμου. Εγώ, με όσα δεδομένα μπορώ να συλλέξω από τα ίχνη του, μπορώ να νιώσω κάπως αυτό που εκείνος ένιωσε, ή ακόμη πιο συγκλονιστικά, να δω τον κόσμο, μέσα από τα μάτια του;
                Θυμάμαι, μαθήτρια ακόμη, το σχολικό μου βιβλίο είχε φροντίσει να μου εγγράψει νοητικά την ρήση του Ηράκλειτου, «τα πάντα ρει». Και, όντως, αυτή η έντονη μεταβολή, που δεν σε αφήνει ουσιαστικά να αγγίξεις τίποτα πραγματικά, είναι και που δίνει μια βάση για την ίδια την ύπαρξή μου. Αφού αλλάζω, σημαίνει ότι αυτό που έχω αυτή την στιγμή υπάρχει (διαφορετικό) σε σχέση με αυτό που ήμουν πρωτύτερα και ακόμη πιο πριν, και ακόμη πιο πριν, και τώρα, και την επόμενη στιγμή, κοκ. Το ίδιο συμβαίνει και με ό,τι βρίσκεται πέρα από την πέτσα μου, το οποίο, σημειώνει ύπαρξη, μέσα από την σχετικότητά του. Όλα κατ’ ανάγκη επικοινωνίας και αμυδρής νοηματοδότησης της ασταθούς και συνεχώς μεταβαλλόμενης υπόστασής μας σε έναν κόσμο πολύ μεγαλύτερο, με βάση την εκάστοτε προσωπική μονάδα μέτρησης.
                Επομένως, με βάση την λογική του Ηράκλειτου, το να πατήσω εκεί που πάτησε κάποιος προγενέστερος χρονικά, δεν σημαίνει ότι θα εκλάβω τα ίδια μηνύματα από το «φαινομενικά» κοινό μας περιβάλλον; Και ναι, σίγουρα είναι ανόητο να μιλάω για ίδια μηνύματα, όμως, ας πούμε ότι θα με ικανοποιούσε και το «παρόμοια» μηνύματα.
                Το θέμα μου είναι ότι τελικώς αρκετές φορές με βοηθάει πολύ, όταν το περιβάλλον υποβάλλει την ιστορία, να προσπαθώ να αντιληφθώ και να βιώσω τον κόσμο μου, μέσα από τα μάτια ενός μη υπαρκτού, αλλά κάποτε ζώντα ατόμου. Πιθανότατα, μια τέτοιου είδους ενσυναίσθηση μοιάζει περισσότερο με εσωτερικά ωθούμενη αλλαγή μερικώς και στιγμιαίως της συνείδησής μου. Όμως, αν και τα δεδομένα είναι λίγα, η γνώση μου περιορισμένη, και αναγνωρίζοντας ότι εξαρχής κατέχω τις στοιχειώδεις δεξιότητες και ικανότητα, ώστε να αναπτύξω ενσυναίσθηση με κάποιον που εκφράζει την πραγματικότητά του σε μένα, με κοινό χρονικό σημείο αναφοράς του ξεχωριστού και αλληλομεταφερόμενου βιώματός μας, πώς είναι δυνατόν το συναίσθημα να είναι ακόμη εντονότερο, όταν επιχειρώ να ενσωματωθώ νοερά στην σκοπιά ενός ανθρώπου, του οποίου η ύπαρξη ήταν σχετική με πολύ προγενέστερο σημείο πάνω στην δική μου χρονική κλίμακα;

                Είναι η ενσυναίσθηση τελικά δυνατή κατ’ αυτόν τον τρόπο; Και τελικά, ο χρόνος με ποιον τρόπο – καθώς έχει μια φυσική, μηχανική και αναγκαία για την εξέλιξη του ανθρώπου μορφή – επηρεάζει το συναίσθημα και την δυνατότητα εγγύτητας με τον άλλο;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου