Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Ο πυρήνας κάπου μέσα στο κενό

Όταν για πρώτη φορά βρέθηκε ο χαραγμένος βαθιά στα κατάστιχα, όχι μόνο της ψυχανάλυσης, αλλά των μυαλών και αυτού που νιώθουν ως ψυχή τους πολλοί άνθρωποι, S. Freud, να αναγνωρίζει την άμυνα του ανθρώπινου ψυχισμού και να της δίνει τα εκάστοτε αρμόζοντα ονόματα (γνωστά πλέον στους χώρους της θεραπείας), έφτιαχνε πραγματικότητα για μια ανθρωπότητα.
                Αν υποθέσουμε ότι ο εαυτός μας, αξιωματικά θεωρώντας τον, είναι ένας, τότε η πολύπλευρη έκφανσή του υποδηλώνει τον καταμερισμό του σε μικρότερα κομμάτια. Κομμάτια, τα οποία, αν και πολλών ρόλων τόσο διαφορετικών όσο και αλληλοεπικαλυπτόμενων, είναι κατά κάποιον τρόπο σχετικά. Ας πούμε, για αρχή σχετικά μεταξύ τους. Εννοώντας επί παραδείγματι ότι το πιο ευγενικό κομμάτι του εαυτού μου είναι σχετικό με εκείνο το οποίο οργίζεται. Ή από την άλλη το κομμάτι που λαχταρά να απολαύσει την χαρά της ένωσης με τον άλλο σχετίζεται με εκείνο το κομμάτι, που τρομαγμένο υποβάλλει σκέψεις εγκράτειας, το οποίο εν συνεχεία σχετιζόμενο με το κομμάτι που κατάπια μεγαλώνοντας στην κοινωνία μου επιβραβεύει τα ραβδοφόρα αστυνομεύοντα, φουσκώνει το πρώτο που επιθυμεί διακαώς την ένωση, μπερδεύει το συνειδησιακό μου «είναι» και, ακόμη περισσότερο, λέει ακατάληπτα λόγια μέσω του «φαίνεσθαι» μου. Και όλη αυτή η διαδικασία κυλάει κάπως έτσι. Πάντα όλα σχετίζονται με τα εκάστοτε σημεία αναφοράς τους.
                Ας πούμε, λοιπόν, ότι όταν χτίστηκαν τα θεμέλια της ψυχανάλυσης, τότε άνοιξαν ορίζοντες αντίστοιχοι με την πρώτη ανακάλυψη της μουσικής. Δεν γνωρίζω ποια είναι η πρακτική και έγκριτη επιστημονικά αρμονική σύζευξη της πλέον ψυχοθεραπείας με την τέχνη, όμως σίγουρα ο μικρόκοσμος της θεραπείας, ξεκινώντας κάποτε από έναν άνθρωπο κυρίως με ευαίσθητη σκέψη και εξελισσόμενος από λαμπρά μυαλά και μοναδικές ψυχές, που με τον τρόπο τους υπόκειντο σε αυτήν κάθε φορά, είναι ισάξια τουλάχιστον της πιο όμορφης μουσικής.
                Γιατί όταν βλέπω τα διαφορετικά κομμάτια μου, τα ίδια και διαφορετικά, όλα από την ίδια πρώτη ύλη φτιαγμένα, όμως μεταξύ τους άλλα, όταν πάω να πιάσω κάποιο και ξεγλιστρά γρήγορα πέφτοντας μέσα σε ρευστά άλλα, ωστόσο επίσης ξεχωριστά, τότε δεν έχω λόγια. Μονάχα σκέψεις και πόνο. Τόσες σκέψεις που σχεδόν αδειάζει ο νους μου. Οι ρωγμές μέσα μου, αδήλωτα σύνορα των μικρών κομματιών μου, φανερές και οφθαλμαπάτες -ποτέ μου δεν θα καταλήξω με  σιγουριά- χάσκουν και με πονάνε τόσο βαθιά, που δεν ντρέπομαι καθόλου να ομολογήσω πόσο απελπισμένα προσηλώνομαι σε αυτές και τις οδυνηρές συνέπειές τους, που ξεχνώ αυτά που ορίζουν και απορροφιέμαι από το κενό που βρίθει μέσα τους.
                Ευθύς με αντιλαμβάνομαι, σε κάθε ενδοσκόπηση, ως το δοχείο ενός κενού. Κενού όσο κενός μπορεί να οριστεί ο χώρος ανάμεσα σε δύο τυχαίους γαλαξίες. Η ματιά στέκει σε κάθε υποσύστημα ξεχωριστά, γεμίζει, μπερδεύεται με το ατέλειωτό του (σχετικά με τις δυνατότητες της συγκεκριμένης ματιάς), κάνει ένα βήμα πίσω πανικόβλητη από το ακατάληπτο του παρατηρούμενου κόσμου, και τότε βρίσκει το πιο τρομακτικό. Το κενό, την ρωγμή που από την άλλη της πλευρά κλείνει επίσης ένα άλλο ακατάληπτο. Και η συνέχεια φτάνει μέχρι εκεί που δεν μπορεί να συλλάβει η ματιά της ενδοσκόπησης. Ποιος όμως μπορεί να κατηγορήσει την λογική, όταν, αφού κάτσει και μετρήσει με βάση την ύλη, θα συμπεράνει ότι το κενό είναι ποσοτικά μεγαλύτερο στον παρατηρούμενο ενδοκόσμο; Ο εγκλωβισμός του απέραντου μη παρατηρούμενου αυτούσιου κενού, (αυτούσιο σε σχέση με απλούς συλλογισμούς) φέρνει τον κλονισμό. Γίνομαι το κενό που παρατηρώ, γιατί γεμίζει με την απέραντη αδειοσύνη του το μάτι μου, ή οι κόσμοι, που όσο και να προχωράω ποτέ δεν πατάω με στέρεα πόδια πάνω τους. Πάντα έχει και κάτι άλλο.
                Και έρχεται ο πατέρας της ψυχοθεραπείας, και καλεί τους πιο θαρραλέους να βουτήξουν μαζί μου στην απεραντοσύνη του άδειου, σα να μην έφτανε ο δικός τους πόνος. Και εκείνοι έρχονται. Βρίσκουν τον τρόπο να κάνουν το κομμάτι, μέρος του όλου, με έναν τρόπο που ο θόρυβος στα χέρια κάποιου μουσικοπλάστη γίνεται γλυκιά μελωδία. Και τότε, η συνεδρία φτάνει στο τέλος της.
                Και έρχεσαι με τα αγωνιώδη μάτια σου να κάνεις θορύβους με την τσαλακωμένη παρτιτούρα που κρύβει τόσο περίπλοκα κρυπτογραφημένο νόημα, που και αυτά δεν αντέχουν άλλο και νυστάζεις. Είναι πολύ για σένα να παίξεις μελωδία με τις ρωγμές, που ραμμένες πάνω στο ζωντανό κρέας σου, πονάνε αφόρητα όταν πάλλονται. Τόσο πολύ, που δεν αφήνει ο εγκέφαλός σου να προσέξει καν, αν κάνουν τον παραμικρό θόρυβο. Τι μελωδία λέμε; Δεν προσέχεις καν αν υπάρχει θόρυβος. Και τότε, τα κομμάτια σου κινούνται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου