Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Η σχιζοειδική ζωή

               Αναφέροντας το πένθος στον καθένα μας, η πρώτη εννοιολογική σύνδεση που κάνει (λογικά) είναι ο θάνατος. Ακόμη και αν η σύγχρονη έννοιά του εμπερικλείει πολυάριθμες υποκατηγορίες.  Το πένθος του θανάτου είναι πιο αιχμηρό από το «γενικό» πένθος. Το τελευταίο είναι η λυπημένη χαρά αυτού που μένει πίσω. Αυτό ντύνει την αναγκαία αντίδραση του ανθρώπου (με τον ορισμό της νόρμας του από τα τεχνικά εγχειρίδια και αλγόριθμους ακατανόητους – πιθανότατα της ίδιας λογικής των εγχειριδίων εκμάθησης των βασικών προτάσεων, σίγουρα όχι περισσότερων από έναν εύπεπτο αριθμό, τα οποία οδηγούν στην επικοινωνιακή επιβίωση του αγοραστή τους στην αλλοδαπή που θα επισκεφτεί)σε απώλειες πολύ πιο όμοιες με την ζωή (σχετική). Ο θάνατος αποτελεί, όμως, το υπαρκτό παραπλήρωμά της. Για αυτόν ακριβώς τον τρόπο ξεγελάσαμε τους εαυτούς μας πενθώντας για την σχετική απώλεια, αποσυρόμενοι αυτιστικά από το μεγάλο πένθος. Το απόλυτα παραπληρωματικό πένθος. Το πένθος της απώλειας της σχετικότητας, που εγγυάται η ζωή μας. Το πένθος του επικείμενου απόλυτα αγνώστου. Γιατί, εδώ που τα λέμε, και οι γνώσεις μας πάνω σ’ αυτό το τελευταίο, το πραγματικό πένθος, δεν είναι άλλες από τις «τεχνικές», με γλωσσικές έννοιες ζωής. Όπως, για παράδειγμα, ότι οι βολβοί των ματιών μας θα μετατραπούν – με γνωστές στους περισσότερους «μέσους» ανθρώπους φυσικές διαδικασίες – σε, όπως πολύ πετυχημένα αναφέρει ο ήρωας της τρίτης ιστορίας του Πάτρικ Ζίσκιντ, οστρακοποιημένη πέτρα. Η πέτρα, λοιπόν, αυτή, είναι κάτι σχετικό με την ανθρώπινη, φυσική, σχετική μας ύπαρξη. Άρα ο θάνατος, μη όντας σχετικός, αλλά σίγουρος, δεν έχει να κάνει με τα όσα εμείς γνωρίζουμε. Την πέτρα την γνωρίζουμε. Έτσι, μόνο συμπόνια νιώθω για εκείνον που πενθεί την απώλεια του σχετικού. Ζει το υπαρκτό πένθος.
                Θα χρησιμοποιούσα, αντί της «συμπόνοιας», την – σαν ήχο από νερό που ρέει – και ψυχαναλυτικής κατασκευής «ενσυναίσθηση», όμως θα κάνω ένα μεγάλο τεχνικό λάθος. Σε αυτήν μπορείς και γυρνάς στην σκοπιά του εαυτού σου, έπειτα από την «ένωση» με τον θεραπευόμενό σου. Εγώ όμως αδυνατώ να επιστρέψω. Ο δρόμος μου έκλεισε και έγινε «συνταύτιση». Το πένθος για τον προσωπικό θάνατο δεν έχει εξελικτικά στάδια. Δεν είναι κύκλος. Το απόλυτό του σβήνει την ελπίδα για απόλυτη ζωή. Μόνο σχετικά μπορείς να ζήσεις, από την στιγμή που κάποτε έγινε η τυχαία σύναψη στον εγκέφαλό σου, και σ’ έκανε να βιώσεις αυτό που μηχανικά γνωρίζεις από παιδί ακόμη.
                Πρόσφατα διάβασα ένα «δοκίμιο» τής πολύ εκπαιδευτικής και με αξιοθαύμαστες ενσυναισθητικές ικανότητες Nancy McWilliams, The woman who hurt too much to talk: Unconventional Psychoanalytic therapy with a deeply schizoid woman. Το συγκεκριμένο γραπτό, λοιπόν, πραγματεύεται ακριβώς αυτό που ο ίδιος ο τίτλος αναφέρει. Ακριβώς αυτό. Το διάβασα μία φορά προσεκτικά, ωστόσο πολλές περισσότερες το μετα-επεξεργάστηκα νοερά. Από όλες τις μετα-επεξεργασίες των μετα-επεξεργασιών (κτλ) που έκανα για το συγκεκριμένο, όταν πλέον (αραιότερα) περνάει «να πει ένα γεια» στην σκέψη μου, όλα ξεκινάνε από την δήλωση αυτής της με έντονα σχιζοειδικό εαυτό γυναίκας για την απώλεια, από θάνατο, τού πολύ αγαπημένου της συντρόφου, ότι «ποτέ δεν έπαψε να τον θρηνεί». Όντας άτομο καταγοητευμένο από την ποιητική ομορφιά τής εκάστοτε προσωπικότητας, νομίζω ότι δεν υπήρχε ευστοχότερο δέσιμο της συγκεκριμένης δομής με αυτή την γνωστική και συναισθηματική πραγματικότητα που μοιράστηκε με την αναλύτριά της.
                Ο συγκεκριμένος –παράξενος κατά τις διατυπώσεις των ψυχοδιαγνωστών – χαρακτήρας, ο σχιζοειδικός, είναι και αυτός που στην βάση του πραγματεύεται την πραγματικότητα του θανάτου και την σχετικότητα του εαυτού του σε όλη του την συνέχεια. Ο σχιζοειδής ζει –κατά τους προαναφερθέντες αλλά και τους λοιπούς γύρω του μέσους ανθρώπους – χωρίς ουσιαστικά (οριζόμενη με αυθαίρετο τρόπο η ουσία και πάλι) να ζει. Ο σχιζοειδής κάνει πράξη τη σχετικότητά του. Ο εαυτός του υπάρχει και δεν υπάρχει. Και αυτή η σχετικότητα είναι που ταυτίζεται με την ζωή. Το απόλυτο ταιριάζει με τον θάνατο.
                Οι άνθρωποι ηδονιζόμαστε να κάνουμε λάθος. Να κάνουμε λάθος, όχι λόγω της εκάστοτε συγκεκριμένης τοποθέτησης και νοοτροπίας μας, αλλά λόγω του αμετακίνητου αυτής. Όταν όλα είναι σχετικά, το πολύ ως προς ένα σημείο αναφοράς, τι είναι αυτό που μας κάνει να πιστεύουμε ότι εμείς θα είμαστε αυτό το σημείο και τα λοιπά θα αποτελούν τα σχετικά του; Κάπου, επίσης το τελευταίο διάστημα, διάβασα πως ο σχιζοειδής χαρακτήρας, τουλάχιστον όσον αφορά την λεγόμενη κλινική εκδοχή του – είναι ο πιο σπάνιος στον ανθρώπινο πληθυσμό. Αν βέβαια, παραβλέψουμε όλους τους πρακτικούς και φιλοσοφικούς περιορισμούς αυτής της έγκριτης κατά κάποιον τρόπο επιστημονικής άποψης – τότε τι μπορεί να σημαίνει λογικά ότι η πλειοψηφία των μη σχιζοειδών κρίνει ότι η ζωή των σχιζοειδών είναι «αυτιστική»; Και ουσιαστικά (οξύμωρη η χρήση αυτού του επιρρήματος) τι σημαίνει αυτό, όταν, μάλιστα, ένας συλλογισμός καταλήγει ότι η σχετικότητα του σχιζοειδή είναι αυτή που συντονίζεται με τον ρυθμό της ζωής; Την σχετικότητά της, ενώ το απόλυτο των υπολοίπων δομών με το απόλυτο μη σχετικό του θανάτου;

                Και προς επίρρωση των προβληματισμών μου, απλά αναφέρω πως η McWilliams ενημερώνει τον αναγνώστη (πιθανότατα με συναισθηματική δόνηση) ότι η θεραπευόμενή της δεν ολοκλήρωσε την πολύ ενδιαφέρουσα πορεία της ανάλυσής της λόγω απόλυτου κωλύματος. Ο αιφνίδιος θάνατός της έθεσε το απόλυτο «drop out».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου